- ἀνακλητικόν
- ἀνακλητικόςfit for exhortingmasc acc sgἀνακλητικόςfit for exhortingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHRYSANTAS — Dux exercitûs Cyri, qui hostem interfecturus iam elatum gladium in caedem revocavit, quia ἀνακλητικὸν, i. e. receptui cani, interim inaudisset, ac ideo a Cytro laudatus. Cael. Rhodig. l. 11. c. 18. ex Xenoph … Hofmann J. Lexicon universale
ανακλητικός — ή, ό (Α ἀνακλητικός, ή, όν) [ἀνακαλῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση* ή ο κατάλληλος γι αυτήν αρχ. 1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός 2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός 3. το… … Dictionary of Greek
υποσημαίνω — ὑποσημαίνω ΝΜΑ [σημαίνω] δηλώνω κάτι έμμεσα, υποδηλώνω νεοελλ. 1. ναυτ. επαναλαμβάνω σήμα που δόθηκε από κάποιο πλοίο για να τό μεταδώσω σε άλλο ή για να δείξω ότι τό είδα και τό κατανόησα 2. κάνω κρυφά σήμα μσν. αρχ. μέσ. ὑποσημαίνομαι υπογράφω… … Dictionary of Greek